ὑφιστάμεθα

ὑφιστάμεθα
ὑφῑστάμεθα , ὑφίστημι
place
imperf ind mp 1st pl
ὑφίστημι
place
pres ind mp 1st pl
ὑφίστημι
place
imperf ind mp 1st pl (homeric ionic)
ὑ̱φιστά̱μεθα , ὑφιστάω
imperf ind mp 1st pl (doric aeolic)
ὑφιστά̱μεθα , ὑφιστάω
pres subj mp 1st pl (doric aeolic)
ὑφιστά̱μεθα , ὑφιστάω
pres ind mp 1st pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”